- ἀφρόκομος
- ἀφρό-κομος, ον, lit.A foam-haired, but always metaph.,
ῥαθάμιγξ Musae.262
, Nonn.D.2.618; στόματα ib.46.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥαθάμιγξ Musae.262
, Nonn.D.2.618; στόματα ib.46.161.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφροκόμοις — ἀφρόκομος foam haired masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροκόμοισιν — ἀφρόκομος foam haired masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροκόμους — ἀφρόκομος foam haired masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροκόμῳ — ἀφρόκομος foam haired masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek